λουφάρω

λουφάρω
kaytarmak

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λουφάρω — λουφάρω, λούφαρα και λουφάρισα βλ. πίν. 53 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λουφάρω — [λούφα] αποφεύγω να κάνω κάποια εργασία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”